γόβα

γόβα
η
(λ. βενετ.), είδος γυναικείου παπουτσιού: Φορούσε κοντή φούστα και ψηλοτάκουνες γόβες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γόβα — η γυναικείο υπόδημα, ανοιχτό επάνω ώστε να καλύπτει μόνο το μετατάρσιο, με τακούνι, χωρίς κορδόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) goba] …   Dictionary of Greek

  • γοβάκι — το 1. λεπτοφτιαγμένη γόβα 2. γόβα …   Dictionary of Greek

  • Фунтас, Йоргос — Йоргос Фунтас Γιώργος Φούντας Дата рождения: 1924 год(1924) Дата смерти: 28 октября 2010( …   Википедия

  • γοβάκι — το μικρή γόβα: Ο πρίγκιπας φόρεσε το γοβάκι στο πόδι της Σταχτοπούτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”